Άμβωνας και αιδοίο
Μία μεσαιωνική (και αρχαιοελληνική) σημασία του «άμβωνα» είναι το αιδοίο. Είναι σαφής η σύνδεση με την ανωτερότητα, τη θρησκευτικότητα καθώς και το προσκύνημα: το αιδοίο σαφέστατα επιτάσσει και τα τρία.
Αναρωτιέμαι όμως, αν υπάρχει μεσαιωνική σημασία για το «αμβωνίζομαι» που να σημαίνει «έρχομαι σε συνουσία μετά του αιδοίου» (σε λογοτεχνικό αυτοσχεδιασμό: αμβωνιστήκαμε με υπέρμετρο πάθος δίπλα στο κύμα) αλλά μάλλον όχι, και φοβάμαι θα μείνουμε στην εδραιωμένη σημασία τού «ανεβαίνω στον άμβωνα».
Ωστόσο, υπάρχει μια αρχαιοελληνική ρήση (του Ευπόλιδος, αποδίδεται εσφαλμένα στον Αριστοφάνη) που με καλύπτει: «ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας» (αυτός πολλών αιδοίων τα χείλη έχει καταγλείψει).
άμβωνας
ο (Α ἄμβων, -ωνος)· (νεοελλ.-μσν.) το βήμα στους χριστιανικούς ναούς, από όπου ο διάκος διαβάζει το Ευαγγέλιο και ο ιεροκήρυκας κηρύσσει τον θείο λόγο· || (μσν.) το γυναικείο αιδοίο· || (αρχ.) 1. κάθε τί που υψώνεται και προεξέχει· 2. φρύδι, ράχη βουνού· 3. τα εξογκωμένα χείλη ποτηριού, πιάτου ή άλλου αντικειμένου ή κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Είναι πολύ πιθ. να πρόκειται για δάνειο (πράγμα που ισχύει συχνά για τους τεχνικούς όρους), αλλά η άποψη αυτή παραμένει αναπόδεικτη. Κατ’ άλλη άποψη (γνωστή ήδη στους αρχαίους), η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀναβαίνω, εφόσον συνήθως υποδηλώνει την έννοια τού ύψους. Την άποψη αυτή εξάλλου ενισχύει και η γλώσσα τού Ησυχίου «ἀνάβωνες· βαθμοῦ εἶδος». Η λ. ἄμβων απαντά συνήθως και με τον ιωνικό τ. ἄμβη. Με τη λ. ἄμβων πιθ. να συνδέεται επίσης και το ουσ. ἄμβιξ.
ΠΑΡ. (μσν.) ἀμβωνίζομαι].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας