Να ’ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος όταν πρέπει

Μετά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουμένη
η κόρη έφυγε τρέχοντας κι απ τη χαρά χεσμένη
πήγε αμέσως μόνη της και στήθηκε στη βρύση
προσμένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει
Ήταν ντυμένη ελαφρά κιλότα δε φορούσε
γιατί η κάψα στο μουνί την (ε)ταλαιπωρούσε
πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και μέσα της τον ψωλαρά περίμενε κι ευχόταν
να ‘ναι μαζί της τρυφερός μα κι άγριος όταν πρέπει
και να ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη
να φέρεται με σεβασμό να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε μονάχη με το χέρι…
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα βλέπει ένα καβαλάρη
που είχε ωραία κορμοστασιά, τεράστιο παπάρι
και βγάζει ένα αναστεναγμό που πλάνταξε η φύση
Να τονε το λεβέντη μου! Αυτός θα με γαμήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει με τρόπο
κλείνει το μάτι πονηρά του κάνει λίγο τόπο
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να μπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει
Κι ο καβαλάρης βλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι άσπρο και λαχταριστό έτσι καλοστημένο
αρπάζει το παπάρι του φωνάζει «Εν Τούτω Νίκα»
και της το βάζει άγαρμπα από την πίσω τρύπα
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη
της γύρισαν τα μάτια της. Βροντάστραψαν τα όρη
Έβγαλε δυνατή κραυγή της κόπηκε η ανάσα
της λύγισαν τα γόνατα της έφυγαν τα ράσα
Όμως μετά το ξάφνιασμα, μετά την πρώτη αντάρα
μετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα
ο πόνος –τι παράξενο!– άρχισε να ‘χει γλύκα
πολύ το φχαριστιότανε αυτό το «Εν Τούτω Νίκα»
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορμηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να μην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο μουνί ήταν το πρόβλημά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρμπα ο ωραίος αναβάτης;
Αυτή το φχαριστιότανε. Θα το ‘κανε και πάλι
θα το ‘κανε και με ψωλή ακόμα πιο μεγάλη
Άσ’ την να λέει την άσχετη την Άγια Ηγουμένη
διπλά σε φτιάχνει το καυλί που από πίσω μπαίνει…

(Συμβουλές μιας Ηγουμένης μέρος Β’)