Αιδοίο (αρχαιοελληνικά συνώνυμα)
γυναικείο αιδοίο: αγγείον (λόγω σχήματος), αηδονιδεύς (αηδόνος νεοσσός), άμβων, άντρον, άρθρα (αρθρώσεις), άτρητον (ατρύπητο, παρθένο), βληχώ, βορβορόπη (από οπή και βόρβορος, βρομομούνι), βρύσσος, βύττος (από βύω = βουτυρώνω, γεμίζω, ή από βυσσός = ο πάτος της θάλασσας), γείτον (όλα τα όργανα είναι γείτονες μεταξύ τους – βλ. το άσεμνο δίστιχο της λαϊκής ποίησης: από τη γη στον ουρανό δεν έχει μονοπάτι / από τον κώλο στο μουνί δυο δάχτυλα και κάτι), γέρρα (περσικά αμυντικά όπλα, σκηνώματα, περιφράγματα), γίγαρτον (κουκούτσι), γλωττοκομείον (λόγω αιδοιολειχίας), γυίον (μέλος, χέρια, πόδια), δέλτα, δελφύς, δελφάκιον, διασφάξ (σινδικόν διάσφαγμα = ρωγμή, σχισμή), δημόσιον (ειρωνικά), διθυραμβοχάνα (μουνί πηγάδι, πηγαδόμουνο), δορίαλλος, επανθούσα θριξ, επίσιον ή επίσειον, επιδερμίς (χαρακτηριστική λέξη της αργκό).
εσχάρα, ευδίαιον (ευδιαίος = τρύπα στο αμπάρι ή ανάπαυλα), εύστρα (βραστήρας), εφηβαίον, εχίνος, ήβη, ηδονοθήκη, θήλυς, θήλεια, θυγάτριον, θύρα, ίακχος (βακχικός θρίαμβος), ισθμός, ιωνόκυσος (μουνί ανατολίτικο), καλλιώνυμος (είδος ψαριού), κήπος, κίδαλον, κλειτορίς ή κλειτωρίς, κνέωρον, κόθημα, κοίλον άργος (λόγω σχήματος), κόκκος, κορώνη (κουρούνα ή καρακάξα, το ράμφος της κουρούνας = κλειτορίς), κοσμάριον (κοσμηματάκι, μπιζού), κτεις, κτένιον, κολεός, κυσαρόν (από κυσός = μουνί), κυσθολορώνη, κύσθος, κυσοδόχη, κυσολάκων (σωστός λάκκος), κυσολαμπίς (μουνολαμπίς, κατά το πυγολαμπίς), κυσός, κυσοχήνη, λοπάς, λόχμη, μέλαθρον (σωστό παλάτι), μήτρα, μισγάγκειον (κοιλάδα), μόριον, μυκός, μυλλός (μουνί, πρόστυχη λέξη από τα σικελικά πλακουντάρια ή βασιλόπιτες σε σχήμα αιδοίου), μύρτον, μυρτοχειλίδες (τα μεγάλα σαρκώδη χείλη του αιδοίου), μυσάχνη (πόρνη), μύσχος ή μύσχον (μουνόχυμα, από μυχόν ή μόσχον, τα υγρά που βγαίνουν από τους όρχεις μερικών ζώων – κατά τον Chantraine), μυττός, μύωψ (αλογόμυγα και το μικρό δάχτυλο), νάπος (δασώδης κοιλάδα), νύμφη, όλεθρον (δεν χρειάζεται εξήγηση), οπή (λέγεται κι αυτό), οπτάνιον, οπώρα (π.χ. το σύκο), παρατετιλμένον, πεδίον, πελλάνα (από άγνωστη λακωνική ρίζα), πίττα ή πίσσα, πλατίστακος (είδος ψαριού), πρόθυρον, πτυχή, πύελος (λεκάνη – από την παροιμία «η πόρνη και ο βαλανεύς σε πύελο πλένουν και καλούς και κακούς»), πύλη, πυλεών, πυργώματα (σαρκώδη χείλη του αιδοίου, σαρκίον).
ραγάς (σχισμή), ρόδoν, ροδωνιά, σαβαρίχις, σάβυττος (από σάττω = παραγεμίζω, και βύττος), σάκανδρος, σάκτας, σάκαν ή σάκας, σαλάμβη (την σάθην λαμβάνει, δηλ. το πέος – Σαλαμβώ και Σαλαμβάς = προσωνυμία της Αφροδίτης), σαμαρίχη, σάραβος, σάρων, σέλινον, σκαίρον ή σκαίρον σαρκίον (κλειτορίς – το κινητικό, το πηδηχτό, και ίσως η ακρίδα), σπατάγγης, σύκον, σχίσμα (η τρύπα, η σχισμή), ταύρος, τιτίς (πουλάκι – βλ. νεοελληνική έκφραση «το πουλάκι της»), τόλυξ, τρύβλιον, τρύπημα, τρυμαλιά, τύχη (αναγκαία τύχη), ύβρις, υς, ύσσαξ, υστέρα, φθειροπύλη, φύλον, χελιδών, χίδρυ, χλούνις, χνόος ή χνούς, χοίρος ή χοιρίον ή χοιρίδιον, χοιροσάκα (μουνόσακος), χρήμα ή ιππικόν χρήμα, ψίμαρον (ίσως από το χίμαρος – νεαρή κατσίκα).
Όλες αυτές οι λέξεις είναι από αισχρές ως αισχρότατες και, κατά τον Χαριτωνίδη, μόνο με το μουνί μπορούν να μεταφραστούν, που είναι παλιά, μεσαιωνική λέξη. Τη βρήκε στα έγγραφα της Ιεράς Συνόδου του 1383 (αναφερόμενα βέβαια σε τιμωρία παπά). Ο Κοραής αναφέρει ένα πρόστιμον χηρείας στη Χίο γνωστό ως αργομουνιάτικον. Μερικοί, όπως ο Κοραής, θεωρούν το μουνί ιταλική λέξη, από παραφθορά της αρχαίας σικελικής –εξίσου άσεμνης– μυλλός, αλλά, όπως φαίνεται (και σ’ αυτό συμφωνεί και ο γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις), ο πρόστυχος αυτός νεοελληνικός όρος έχει αρχαία αττική ρίζα. Οι διάφορες εκδοχές για την ετυμολογία του:
α. μνιόν (μαλακό, ντελικάτο).
β. μνίον (που σημαίνει φύκι).
γ. Είναι υποκοριστικό του μνους = χνούδι (άλλωστε χνούδι είναι ένας ακόμα σύγχρονος όρος, της μάγκικης γλώσσας, για την ίδια λέξη).
δ. μνάομαι = επιθυμώ να πάρω γυναίκα (μνάα), εξ ου μνηστεύομαι.
ε. εύνη ή εύνιον = συζυγικό κρεβάτι ή συνουσία (είναι η εκδοχή του Χατζηδάκι).
— Ροβήρος Μανθούλης, Αρχαίο ερωτικό και συμποσιακό λεξιλόγιο [Ενότητα: τ’ αμελέτητα. Λήμμα: γυναικείο αιδοίο]
Leave a Reply