Αιδοίο (αρχαιοελληνικά συνώνυμα)
γυναικείο αιδοίο: αγγείον (λόγω σχήματος), αηδονιδεύς (αηδόνος νεοσσός), άμβων, άντρον, άρθρα (αρθρώσεις), άτρητον (ατρύπητο, παρθένο), βληχώ, βορβορόπη (από οπή και βόρβορος, βρομομούνι), βρύσσος, βύττος (από βύω = βουτυρώνω, γεμίζω, ή από βυσσός = ο πάτος της θάλασσας), γείτον (όλα τα όργανα είναι γείτονες μεταξύ τους – βλ. το άσεμνο δίστιχο της λαϊκής ποίησης: από τη …